- λουστρίνι
- Κατεργασμένο δέρμα, βερνικωμένο με βερνίκι από νέφτι και κοπάλιο. Βλ. λ. δέρμα.
* * *το1. γυαλιστερό δέρμα πολυτελείας2. στον πληθ. τα λουστρίνιαυποδήματα από τέτοιο δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustrino «γυαλιστερό» (< ιταλ. lustro «στιλπνότητα»)].
Dictionary of Greek. 2013.